συντομότατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συντομώτερος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντομότατος η συντομότατη το συντομότατο
      γενική του συντομότατου της συντομότατης του συντομότατου
    αιτιατική τον συντομότατο τη συντομότατη το συντομότατο
     κλητική συντομότατε συντομότατη συντομότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντομότατοι οι συντομότατες τα συντομότατα
      γενική των συντομότατων των συντομότατων των συντομότατων
    αιτιατική τους συντομότατους τις συντομότατες τα συντομότατα
     κλητική συντομότατοι συντομότατες συντομότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντομότατος < σύντομ(ος) + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο συντομώτατος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συντομότατος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]