συντονίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντονίστρια < συντονιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συντονίστρια θηλυκό
- θηλυκό του συντονιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συντονίστρια