συντονιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συντονιστής < συντονίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική syntonisateur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συντονιστής αρσενικό (θηλυκό (στο 1): συντονίστρια)
- αυτός που συντονίζει
- (ηλεκτρολογία) κατασκευή ή όργανο που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον συντονισμό κυκλώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συντονιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)