συντρίβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντρίβω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντρίβω < συν- + τρίβω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sinˈdɾi.ѵo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντρί‐βω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τρί‐βω

Ρήμα[επεξεργασία]

συντρίβω, αόρ.: συνέτριψα/σύντριψα, παθ.φωνή: συντρίβομαι, π.αόρ.: συντρίφτηκα/συνετρίβη3o, μτχ.π.π.: συντετριμμένος/συντριμμένος

  1. σπάω και διαλύω κάτι σε μικρά κομμάτια, πιέζοντάς το
     συνώνυμα: κομματιάζω, θρυμματίζω, συνθλίβω
  2. (μεταφορικά) εξοντώνω, καταστρέφω
  3. (μεταφορικά) καταρρακώνω, εξουθενώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντρίβω < συν- + τρίβω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]