συντριμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντριμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρίβω
Μετοχή[επεξεργασία]
συντριμμένος, -η, -ο και συντετριμμένος
- → δείτε τη λέξη συντετριμμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συντετριμμένος