συνυπάρχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνυπάρχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνυπάρχω < συν- + ὑπάρχω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.niˈpaɾ.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νυ‐πάρ‐χω
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐υ‐πάρ‐χω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνυπάρχω, πρτ.: συνυπήρχα, αόρ.: συνυπήρξα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. υπάρχω, βρίσκομαι ή ζω μαζί με κάποιον ή κάτι άλλο
  2. συμβαίνω την ίδια χρονική στιγμή με κάτι άλλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνυπάρχω < συν- + ὑπάρχω < ὑπ- + ἄρχω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνυπάρχω

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]