συνυπευθυνότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνυπευθυνότητα < συνυπεύθυνος + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνυπευθυνότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συνυπεύθυνου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνυπευθυνότητα
|