συνυποβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνυποβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνυποβάλλω

συνυποβάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]