συνυποσχετικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνυποσχετικόν: μαρτυρείται από το 1816 σε κείμενο του Νικολάου Παπαδόπουλου (1769-1819) [1][2] < → και δείτε τη λέξη συνυποσχετικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνυποσχετικόν, -οῦ ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το συνυποσχετικό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συνυποσχετικό (1816) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σελ. 965, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου