συνωμοσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνωμοσία οι συνωμοσίες
      γενική της συνωμοσίας των συνωμοσιών
    αιτιατική τη συνωμοσία τις συνωμοσίες
     κλητική συνωμοσία συνωμοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωμοσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνωμοσία → και δείτε συνωμότης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.no.moˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νω‐μο‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνωμοσία θηλυκό

  1. μυστικό σχέδιο που υλοποιείται στα κρυφά από μια ομάδα ατόμων, συνήθως για κακούς σκοπούς
    Γνωστές συνωμοσίες στην ιστορία, είναι η «Συνωμοσία του Κατιλίνα», τον 1ο αιώνα π.Χ. κατά της ρωμαϊκής συγκλήτου, η «Συνωμοσία της Πυρίτιδας» του 1605 στην Αγγλία με σκοπό την ανατίναξη του Κοινοβουλίου.
  2. (αρνητική σημασία) συντονισμένες ύπουλες συνεννοήσεις για ενέργειες
  3. (θετική σημασία) συντονισμένες συνεννοήσεις για υποστήριξη, προστασία ή για να πεισθεί κάποιος
    Κάναμε οι φίλοι ολόκληρη συνωμοσία για να μην πάρει είδηση ότι της ετοιμάζαμε πάρτι έκπληξη για τα γενέθλιά της.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη συνωμότης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνωμοσί αἱ συνωμοσίαι
      γενική τῆς συνωμοσίᾱς τῶν συνωμοσιῶν
      δοτική τῇ συνωμοσί ταῖς συνωμοσίαις
    αιτιατική τὴν συνωμοσίᾱν τὰς συνωμοσίᾱς
     κλητική ! συνωμοσί συνωμοσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνωμοσί
γεν-δοτ τοῖν  συνωμοσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωμοσία < *συνωμοτ-ία < συνωμότ(ης) + -ία < → και δείτε συνόμνυμι συν- + ὄμνυμι [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνωμοσία θηλυκό

  1. συνωμοσία, μηχανορραφία
  2. συνομοσπονδία, συμμαχία
  3. πολιτικός σύλλογος ή σωματείο, λέσχη ανδρών που έχουν ορκιστεί μαζί (→ δείτε συνόμνυμι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συνωμότης και συνόμνυμι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «συνωμότης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]