συνωμοσία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνωμοσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνωμοσία → και δείτε συνωμότης
- για τη σημασία «συνεννόηση για υποστήριξη» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conspiration [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si.no.moˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νω‐μο‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνωμοσία θηλυκό
- μυστικό σχέδιο που υλοποιείται στα κρυφά από μια ομάδα ατόμων, συνήθως για κακούς σκοπούς
- ⮡ Γνωστές συνωμοσίες στην ιστορία, είναι η «Συνωμοσία του Κατιλίνα», τον 1ο αιώνα π.Χ. κατά της ρωμαϊκής συγκλήτου, η «Συνωμοσία της Πυρίτιδας» του 1605 στην Αγγλία με σκοπό την ανατίναξη του Κοινοβουλίου.
- (αρνητική σημασία) συντονισμένες ύπουλες συνεννοήσεις για ενέργειες
- (θετική σημασία) συντονισμένες συνεννοήσεις για υποστήριξη, προστασία ή για να πεισθεί κάποιος
- ⮡ Κάναμε οι φίλοι ολόκληρη συνωμοσία για να μην πάρει είδηση ότι της ετοιμάζαμε πάρτι έκπληξη για τα γενέθλιά της.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη συνωμότης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συνωμοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνωμοσίᾱ | αἱ | συνωμοσίαι |
γενική | τῆς | συνωμοσίᾱς | τῶν | συνωμοσιῶν |
δοτική | τῇ | συνωμοσίᾳ | ταῖς | συνωμοσίαις |
αιτιατική | τὴν | συνωμοσίᾱν | τὰς | συνωμοσίᾱς |
κλητική ὦ! | συνωμοσίᾱ | συνωμοσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνωμοσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνωμοσίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνωμοσία θηλυκό
- συνωμοσία, μηχανορραφία
- συνομοσπονδία, συμμαχία
- πολιτικός σύλλογος ή σωματείο, λέσχη ανδρών που έχουν ορκιστεί μαζί (→ δείτε συνόμνυμι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «συνωμότης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- συνωμοσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνωμοσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)