συνωμοσιολαγνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνωμοσιολαγνικός: νεολογισμός αρχών 21ου αιώνα με περιορισμένη διαδικτυακή χρήση < συνωμοσιολάγν(ος) + -ικός.
Επίθετο[επεξεργασία]
συνωμοσιολαγνικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που αφορά την πρόθυμη υιοθέτηση ή τη σκόπιμη διασπορά θεωριών συνωμοσίας, ή αναφέρεται σε αυτές[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνωμοσιολαγνικός
|