συνωμοσιολαγνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνωμοσιολαγνικός η συνωμοσιολαγνική το συνωμοσιολαγνικό
      γενική του συνωμοσιολαγνικού της συνωμοσιολαγνικής του συνωμοσιολαγνικού
    αιτιατική τον συνωμοσιολαγνικό τη συνωμοσιολαγνική το συνωμοσιολαγνικό
     κλητική συνωμοσιολαγνικέ συνωμοσιολαγνική συνωμοσιολαγνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνωμοσιολαγνικοί οι συνωμοσιολαγνικές τα συνωμοσιολαγνικά
      γενική των συνωμοσιολαγνικών των συνωμοσιολαγνικών των συνωμοσιολαγνικών
    αιτιατική τους συνωμοσιολαγνικούς τις συνωμοσιολαγνικές τα συνωμοσιολαγνικά
     κλητική συνωμοσιολαγνικοί συνωμοσιολαγνικές συνωμοσιολαγνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωμοσιολαγνικός: νεολογισμός αρχών 21ου αιώνα με περιορισμένη διαδικτυακή χρήση < συνωμοσιολάγν(ος) + -ικός.

Επίθετο[επεξεργασία]

συνωμοσιολαγνικός, -ή, -ό

  • (σπάνιο) που αφορά την πρόθυμη υιοθέτηση ή τη σκόπιμη διασπορά θεωριών συνωμοσίας, ή αναφέρεται σε αυτές[1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. Γεωργία Νικολάου, Τα νεολογικά επίθετα της κοινής νεοελληνικής, διδακτορική διατριβή (Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ - Τμήμα Φιλολογίας, 2016), σ. 183. Pdf στο Ιδρυματικό Καταθετήριο Επιστημονικών Εργασιών του ΑΠΘ, πρόσβαση:2021-06-15.