συνωμοσιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνωμοσιολογικός < συνωμοσιολογία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
συνωμοσιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη συνωμοσιολογία ή τον συνωμοσιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συνωμοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνωμοσιολογικός
|