συνωμοσιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνωμοσιολόγος αρσενικό
- που ασχολείται επισταμένως με συνωμοσίες ή θεωρίες συνωμοσίας ή αναφέρεται συχνά σε σχετικά ζητήματα, συνήθως για εμπορικούς ή πολιτικούς λόγους.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνωμοσιολόγος
|