συνωμοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνωμοτικός < ελληνιστική κοινή *συνωμοτικός (απαντά μόνο το επίρρημα συνωμοτικῶς) < αρχαία ελληνική συνωμότης < σύν + ὄμνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃emh₃-
Επίθετο[επεξεργασία]
συνωμοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους συνωμότες και τη συνωμοσία ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ※ Πράγματι, ήδη από το 1908 εντοπίζονται συνωμοτικοί στρατιωτικοί πυρήνες που σε έναν βαθμό εξέφραζαν αντιδυναστικές στάσεις, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν από κριτική ως και απόρριψη προς τα πολιτικά κόμματα. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συνωμοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνωμοτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)