συνωρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνωρίδα οι συνωρίδες
      γενική της συνωρίδας των συνωρίδων
    αιτιατική τη συνωρίδα τις συνωρίδες
     κλητική συνωρίδα συνωρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνωρίς από την αιτιατική ενικού «τὴν συνωρίδα»

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.noˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νω‐ρίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνωρίδα ή ξυνωρίδα θηλυκό

  1. (αρχαιοπρεπές)
    1. ζεύγος αλόγων
    2. ζεύγος αλόγων που σέρνουν άρμα)
  2. (εκκλησιαστικός όρος) ζεύγος αγίων που γιορτάζονται μαζί
    παραδειγμα Κωνσταντίνος και Ελένη
  3. οποιοδήποτε ζευγάρι → δείτε  καθαρεύουσα συνωρίς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

συνωρίδα θηλυκό