Μετάβαση στο περιεχόμενο

συνώνυμο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνώνυμο τα συνώνυμα
      γενική του συνώνυμου
& συνωνύμου
των συνώνυμων
& συνωνύμων
    αιτιατική το συνώνυμο τα συνώνυμα
     κλητική συνώνυμο συνώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνώνυμος < αρχαία ελληνική «τὰ συνώνυμα» < επίθετο συνώνυμος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -ώνυμο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /siˈno.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνώνυμο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνώνυμο ουδέτερο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις συνώνυμος και όνομα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

συνώνυμο

Αναφορές

[επεξεργασία]