συριακών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συριακών
- γενική πληθυντικού του συριακός
- γενική πληθυντικού του συριακή
- γενική πληθυντικού του συριακό
συριακών