συριστικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συριστικοποίηση | οι | συριστικοποιήσεις |
γενική | της | συριστικοποίησης* | των | συριστικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | συριστικοποίηση | τις | συριστικοποιήσεις |
κλητική | συριστικοποίηση | συριστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συριστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συριστικοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συριστικοποίηση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η μετατροπή του "τ", που βρίσκεται μέσα σε μία λέξη, σε "σ", συνήθως για λόγους ευφωνίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συριστικοποίηση