συρμακέζης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρμακέζης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρμακέζης αρσενικό
- (επάγγελμα, ύφασμα) ειδικευμένος τεχνίτης στο κέντημα] υφασμάτων με χρυσές ή ασημένιες κλωστές
- άλλες μορφές: συρμακέσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρμακέζης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «συρμακέζης, συρμακέσης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .