συρμακέσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρμακέσης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρμακέσης αρσενικό
- (επάγγελμα, ύφασμα) άλλη μορφή του συρμακέζης
- ↪ Η τέχνη του συρμακέση που έρχεται από τα χρόνια του Βυζαντίου. Ειδική τάξη (σινάφι) μαστόρων, οι συρμακέσηδες, στόλιζαν, πανωκεντούσαν, πάνω σε κλώστινο βαμβακερό ή μεταξωτό υπόστρωμα διάφορα θέματα, γεωμετρικά, φυτικά, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα... (Διακεκριμένοι Αυλωνίτες, Ηλίας Πανούσης - Μπρεζαράς, Εφημερίδα «Το Σάλεσι», Τεύχος 11 (Δεκέμβριος 2013), σελ. 2 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρμακέσης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «συρμακέζης, συρμακέσης» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .