συρμακέσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συρμακέσης οι συρμακέσηδες
      γενική του συρμακέση των συρμακέσηδων
    αιτιατική τον συρμακέση τους συρμακέσηδες
     κλητική συρμακέση συρμακέσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρμακέσης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρμακέσης αρσενικό

  • (επάγγελμα, ύφασμα) άλλη μορφή του συρμακέζης
    Η τέχνη του συρμακέση που έρχεται από τα χρόνια του Βυζαντίου. Ειδική τάξη (σινάφι) μαστόρων, οι συρμακέσηδες, στόλιζαν, πανωκεντούσαν, πάνω σε κλώστινο βαμβακερό ή μεταξωτό υπόστρωμα διάφορα θέματα, γεωμετρικά, φυτικά, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα... (Διακεκριμένοι Αυλωνίτες, Ηλίας Πανούσης - Μπρεζαράς, Εφημερίδα «Το Σάλεσι», Τεύχος 11 (Δεκέμβριος 2013), σελ. 2 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]