συρματένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρματένιος η συρματένια το συρματένιο
      γενική του συρματένιου της συρματένιας του συρματένιου
    αιτιατική τον συρματένιο τη συρματένια το συρματένιο
     κλητική συρματένιε συρματένια συρματένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρματένιοι οι συρματένιες τα συρματένια
      γενική των συρματένιων των συρματένιων των συρματένιων
    αιτιατική τους συρματένιους τις συρματένιες τα συρματένια
     κλητική συρματένιοι συρματένιες συρματένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρματένιος < σύρμα, συρματ- + -ένιος, → δείτε  μεσαιωνική ελληνική συρματέινος [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɾ.maˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐τέ‐νιος

Επίθετο[επεξεργασία]

συρματένιος, -α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]