συρματοκιβώτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρματοκιβώτιο < σύρματ(ος) + -ο- + κιβώτιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρματοκιβώτιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρματοκιβώτιο
|