συρματοποιείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματοποιείο τα συρματοποιεία
      γενική του συρματοποιείου των συρματοποιείων
    αιτιατική το συρματοποιείο τα συρματοποιεία
     κλητική συρματοποιείο συρματοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρματοποιείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συρματοποι(εῖον) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε σύρμα, σύρματ- + -ο- + -ποιείο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɾ.ma.to.piˈi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐το‐ποι‐εί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρματοποιείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις σύρμα και ποιώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]