συρματόπλεχτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρματόπλεχτος η συρματόπλεχτη το συρματόπλεχτο
      γενική του συρματόπλεχτου της συρματόπλεχτης του συρματόπλεχτου
    αιτιατική τον συρματόπλεχτο τη συρματόπλεχτη το συρματόπλεχτο
     κλητική συρματόπλεχτε συρματόπλεχτη συρματόπλεχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρματόπλεχτοι οι συρματόπλεχτες τα συρματόπλεχτα
      γενική των συρματόπλεχτων των συρματόπλεχτων των συρματόπλεχτων
    αιτιατική τους συρματόπλεχτους τις συρματόπλεχτες τα συρματόπλεχτα
     κλητική συρματόπλεχτοι συρματόπλεχτες συρματόπλεχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρματόπλεχτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

συρματόπλεχτος, -η, -ο και συρματόπλεκτος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]