συρματόπλεχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρματόπλεχτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
συρματόπλεχτος, -η, -ο και συρματόπλεκτος
συρματόπλεχτος, -η, -ο και συρματόπλεκτος