συρματόσχοινον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρματόσχοινον, -ου ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]