συρτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συρτός | η | συρτή | το | συρτό |
γενική | του | συρτού | της | συρτής | του | συρτού |
αιτιατική | τον | συρτό | τη | συρτή | το | συρτό |
κλητική | συρτέ | συρτή | συρτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συρτοί | οι | συρτές | τα | συρτά |
γενική | των | συρτών | των | συρτών | των | συρτών |
αιτιατική | τους | συρτούς | τις | συρτές | τα | συρτά |
κλητική | συρτοί | συρτές | συρτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συρτός < ελληνιστική κοινή συρτός < αρχαία ελληνική σύρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sirˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐τός
Επίθετο
[επεξεργασία]συρτός, -η, -ο
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | συρτός | οι | συρτοί |
γενική | του | συρτού | των | συρτών |
αιτιατική | τον | συρτό | τους | συρτούς |
κλητική | συρτέ | συρτοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συρτός αρσενικό
- (χορός) παραδοσιακός χορός με συρτά βήματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συρτός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)