συσκότιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκότιση οι συσκοτίσεις
      γενική της συσκότισης* των συσκοτίσεων
    αιτιατική τη συσκότιση τις συσκοτίσεις
     κλητική συσκότιση συσκοτίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσκοτίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσκότιση < συσκοτίζω + -ση < αρχαία ελληνική συσκοτάζω < σκότος (3. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obscurcissement)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συσκότιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]