συσπανσιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσπανσιόν < γαλλική suspension, άλλη μορφή του σουσπασιόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συσπανσιόν θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]