συσταχωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]συσταχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συσταχώνω: βιβλιοδετημένος μαζί
- Ο δεύτερος τόμος είναι συσταχωμένος με το έργο του Ψυχάρη, Ρόδα και Μήλα. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συσταχωμένος
|