συστηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]συστηματικός, -ή, -ό
- αυτός που έχει οργάνωση, τάξη, σύστημα, ο οργανωμένος και τακτικός που ενεργεί με σχεδιασμό και όχι αυθόρμητα, παρορμητικά ή τυχαία
- είναι προσεκτικός και συστηματικός, δεν είναι ανοργάνωτος να πιάνει και να αφήνει ατελείωτες δουλειές, δουλεύει με σύστημα
- είναι συστηματική γυναίκα (αλλά "συστημική βλάβη" για μια πάθηση του οργανισμού ή στο δίκτυο ύδρευσης ή στην ψυχανάλυση)
- κάτι που γίνεται συχνά, επαναλαμβάνεται
- με ενοχλεί συστηματικά (το έχει κάνει σύστημα να ενοχλεί τους άλλους)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συστηματικός