συστημικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική systemic < αρχαία ελληνική σύστημα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.sti.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐στη‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συστημικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται και χαρακτηρίζει ένα ολόκληρο σύστημα ή δίκτυο συστημάτων που συνδέονται και αλληλεξαρτώνται, που οφείλεται στο σύστημα, απορρέει από αυτό
- ↪(ιατρ.) δυστυχώς μιλάμε πια για συστημική βλάβη
- ↪(μηχ.) η συστημική βλάβη στο δίκτυο της ΕΥΔΑΠ θα αντιμετωπιστεί εντός 24ώρου
- ↪χρειάζεται συστημική ψυχανάλυση
- ↪η συστημική επίθεση στους εργάτες (η επίθεση του οικονομικού κατεστημένου, του συστήματος ως δημιουργήματος και εκφραστή της εξουσίας)
- πρόκειται για μια ή πολλές επιρροές «κάποιου» δρώντα οι οποίες αφορούν εξωτερικές δυνάμεις του συστήματος ή της τάξης πραγμάτων όπως έχει διαμορφωθεί στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι
- ↪είθισται στα κράτη-έθνη να υπερνικούν οι συστημικές πιέσεις που δέχονται από τη γενικότερη γεωπολιτική έναντι των εσωτερικών τους ιδεολογιών σε βαθμό που να τα αναγκάζουν ουκ ολίγες φορές να συμμαχήσουν με πρώην εχθρούς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- συστημική θεωρία: στην πληροφορική ή στην ψυχανάλυση και σε άλλους τομείς πρεσβεύει ότι η βλάβη σε ένα στοιχείο του συστήματος επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάζει όλο το σύστημα καθώς και άλλα δίκτυα (οικονομικά, οργανικά, ψυχικά) που συνδέονται με αυτό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)