συστολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστολέας < (καθαρεύουσα) συστολεύς < συστολ(ή) + -εύς > -έας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συστολέας αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο με το οποίο γίνεται συστολή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστολέας
|