συστολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συστολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική systolique < (ελληνιστική κοινή) συστολή < αρχαία ελληνική συστέλλω < σύν + στέλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]συστολικός, -ή, -ό