Μετάβαση στο περιεχόμενο

συστρέφω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συστρέφω < αρχαία ελληνική συστρέφω

συστρέφω (παθητική φωνή: συστρέφομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]