συστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστροφή < αρχαία ελληνική συστροφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συστροφή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συστρέφω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (στρίψιμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστροφή
|