συσφίγγομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈsfiŋ.ɡo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐σφίγ‐γο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συσφίγγομαι, π.αόρ.: συσφίχθηκα/συσφίχτηκα, μτχ.π.π.: συσφιγμένος/συνεσφιγμένος