συχνά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]συχνά < συχνός
Επίρρημα
[επεξεργασία]συχνά
- (χρονικό) με μεγάλη συχνότητα· πολλές φορές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]συχνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συχνό