συχωρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συχωρεμένος < συγχωρημένος < συγχωρέω / μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συχωρώ
Μετοχή[επεξεργασία]
συχωρεμένος, -η. -ο
- που έχει συγχωρηθεί
- -Συγγνώμη μαμά. -Εντάξει, συχωρεμένος, πάρε τώρα το παγωτό σου
- (μεταφορικά) ο νεκρός
- Όλα τα άφησε στη φιλενάδα του και στη χήρα δεν άφησε τίποτα ο συχωρεμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ο νεκρός