σφάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σφάζομαι, π.αόρ.: σφάχτηκα, μτχ.π.π.: σφαγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος σφάζω
- (αλληλοπαθητικό) για κάποιους που σφάζουν ο ένας τον άλλον
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί μεγάλος ανταγωνισμός
- ⮡ στης Μαλάμως την ποδιά σφάζονται παλικάρια