σφάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σφάζομαι, π.αόρ.: σφάχτηκα, μτχ.π.π.: σφαγμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος σφάζω
    1. (αλληλοπαθητικό) για κάποιους που σφάζουν ο ένας τον άλλον
    2. (μεταφορικά) για να δηλωθεί μεγάλος ανταγωνισμός
      στης Μαλάμως την ποδιά σφάζονται παλικάρια