σφάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάλλω (κάνω κάτι να πέσει), σφάλλομαι (κάνε λάθος)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷʰh₂el-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsfa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφάλ‐λω
- τονικό παρώνυμο: σφαλώ
Ρήμα[επεξεργασία]
σφάλλω, πρτ.: έσφαλλα, αόρ.: έσφαλα, μτχ.π.π.: εσφαλμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σφάλλω | έσφαλλα | θα σφάλλω | να σφάλλω | σφάλλοντας | |
β' ενικ. | σφάλλεις | έσφαλλες | θα σφάλλεις | να σφάλλεις | σφάλλε | |
γ' ενικ. | σφάλλει | έσφαλλε | θα σφάλλει | να σφάλλει | ||
α' πληθ. | σφάλλουμε | σφάλλαμε | θα σφάλλουμε | να σφάλλουμε | ||
β' πληθ. | σφάλλετε | σφάλλατε | θα σφάλλετε | να σφάλλετε | σφάλλετε | |
γ' πληθ. | σφάλλουν(ε) | έσφαλλαν σφάλλαν(ε) |
θα σφάλλουν(ε) | να σφάλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσφαλα | θα σφάλω | να σφάλω | σφάλει | ||
β' ενικ. | έσφαλες | θα σφάλεις | να σφάλεις | σφάλε | ||
γ' ενικ. | έσφαλε | θα σφάλει | να σφάλει | |||
α' πληθ. | σφάλαμε | θα σφάλουμε | να σφάλουμε | |||
β' πληθ. | σφάλατε | θα σφάλετε | να σφάλετε | σφάλτε | ||
γ' πληθ. | έσφαλαν σφάλαν(ε) |
θα σφάλουν(ε) | να σφάλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σφάλει | είχα σφάλει | θα έχω σφάλει | να έχω σφάλει | ||
β' ενικ. | έχεις σφάλει | είχες σφάλει | θα έχεις σφάλει | να έχεις σφάλει | ||
γ' ενικ. | έχει σφάλει | είχε σφάλει | θα έχει σφάλει | να έχει σφάλει | ||
α' πληθ. | έχουμε σφάλει | είχαμε σφάλει | θα έχουμε σφάλει | να έχουμε σφάλει | ||
β' πληθ. | έχετε σφάλει | είχατε σφάλει | θα έχετε σφάλει | να έχετε σφάλει | ||
γ' πληθ. | έχουν σφάλει | είχαν σφάλει | θα έχουν σφάλει | να έχουν σφάλει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ σφάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- θέμα σφαλτ- → δείτε τη λέξη ἄσφαλτος
Πηγές[επεξεργασία]
- σφάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)