σφίξιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφίξιμο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σφίγγω
σφίξιμο ουδέτερο