σφαιρίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαιρίδιο | τα | σφαιρίδια |
γενική | του | σφαιρίδιου & σφαιριδίου |
των | σφαιρίδιων & σφαιριδίων |
αιτιατική | το | σφαιρίδιο | τα | σφαιρίδια |
κλητική | σφαιρίδιο | σφαιρίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφαιρίδιο ουδέτερο
- αντικείμενο με σχήμα μικρής σφαίρας