σφαλερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφαλερός | η | σφαλερή | το | σφαλερό |
γενική | του | σφαλερού | της | σφαλερής | του | σφαλερού |
αιτιατική | τον | σφαλερό | τη | σφαλερή | το | σφαλερό |
κλητική | σφαλερέ | σφαλερή | σφαλερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφαλεροί | οι | σφαλερές | τα | σφαλερά |
γενική | των | σφαλερών | των | σφαλερών | των | σφαλερών |
αιτιατική | τους | σφαλερούς | τις | σφαλερές | τα | σφαλερά |
κλητική | σφαλεροί | σφαλερές | σφαλερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφαλερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σφαλερός, ή, ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφαλερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σφαλερός
- που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός, επικίνδυνος
- ※ τυραννίς χρῆμα σφαλερόν, πολλοὶ δὲ αὐτῆς ἐρασταί εἰσι (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 3 (Θάλεια).53.81)
- κάποιος που είναι έτοιμος να πέσει, ο ασταθής
Πηγές[επεξεργασία]
- σφαλερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφαλερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)