σφαῖρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σφαῖρᾰ | αἱ | σφαῖραι |
γενική | τῆς | σφαίρᾱς | τῶν | σφαιρῶν |
δοτική | τῇ | σφαίρᾳ | ταῖς | σφαίραις |
αιτιατική | τὴν | σφαῖρᾰν | τὰς | σφαίρᾱς |
κλητική ὦ! | σφαῖρᾰ | σφαῖραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφαῖρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφαίραιν | ||
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφαῖρα < ετυμολογικές προτάσεις:
- *σφαρ-jα (όπως π.χ. τα μοῖρα, πεῖρα, σπεῖρα), μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sp(h)er- (πηδώ, κατοπινή σημασία: τινάζω, αναβλύζω) που συνδέεται με το ρήμα σπαργάω / σπαργῶ. Σ' αυτήν την περίπτωση συνδέεται με το σπαίρω (και το σπαρταράω), σφῦρα, σφυρόν[1]
- Κατά τον Beekes[2] το αρχικό σύμπλεγμα σφ- δεν εξηγείται ικανοποιητικά ως προερχόμενο από σπ- του σπαίρω. Σημειώνει, ότι δεν υπήρχαν συγγενή έξω από τα αρχαία ελληνικά.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφαῖρα θηλυκό
- σφαίρα
- μπάλα
- υδρόγειος σφαίρα
- γάντι πυγμάχου
- (ιατρική) (ελληνιστική κοινή) χάπι
- (ζωολογία) (ελληνιστική κοινή) αχινός
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
σφαιρ-
σφαιρ-
και σύνθετα
- ἁδρόσφαιρος
- ἀμφίσφαιρα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ἀντισφαιρίζω
- ἀποσφαίρισις
- ἀποσφαιρίζομαι
- ἀποσφαιρόω, ἀποσφαιρῶ
- διασφαιρίζω
- διασφαιρόομαι
- ἐννεάσφαιρος
- ἐνσφαιρόω, ἐνσφαιρῶ
- ἐπίσφαιρα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- ἐπισφαίριον
- εὔσφαιρος
- ἡμισφαίριον
- κακόσφαιρος
- μεσόσφαιρος
- μετασφαιρισμός
- μηχανοσφαιροποιΐα
- μικρόσφαιρον
- ὀκτάσφαιρος
- οὐλόσφαιρα
- πολυσφαιρία
- σφαιράρχης
- σφαίρειος
- σφαιρεύς
- σφαιρηδόν
- σφαιρίζω
- σφαίρισις
- σφαίρισμα
- σφαιριστήριον
- σφαιριστής
- σφαιριστικός
- σφαιρίστρια
- σφαιρῖτις
- σφαῖρος
- σφαιρόω, σφαιρῶ
- σφαίρωμα
- σφαιρών
- σφαίρωσις
- σφαιρωτήρ
- σφαιρωτός
- συσφαιριστής
- συσφαιρίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σφαίρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- σφαῖρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σφαῖρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σφαῖρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)