σφεῖς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφεῖς < πιθανόν σφός και σφέτερος αλλά χωρίς βεβαιότητα

Αντωνυμία[επεξεργασία]

σφεῖς ( & δωρική φιν & αιολική ἄσφε, ἄσφι αιτ. και δοτ. πληθ.)

  1. προσωπική αντωνυμία, μόνον στον πληθυντικό που σημαίνει αυτοί, αυτών, σε αυτούς
    • παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι ἑστᾶσι (: δίπλα σε καθένα από αυτούς..)
    • φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη: ἢν γὰρ σφαλῇ, σφεῖς γε οὐδὲν ἄλλο ἢ δουλεύσουσι τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων (:λέγοντας ότι δεν πρέπει να μείνει παραμελημένη από αυτούς και να χαθεί η Ελλάδα, γιατί αν αυτή πέσει, σε αυτούς δεν μένει τίποτα άλλο παρά να γίνουν κι εκείνοι δούλοι από την πρώτη μέρα)
  2. αυτούς τους ίδιους, αυτοί οι ίδιοι
    • Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον (:οι Κερκυραίοι σκότωναν οι ίδιοι (με τα χέρια τους) όσους <συμπολίτες τους> θεωρούσαν εχθρούς)


Πτώση
Ενικός
Δυϊκός
Πληθυντικός
Ονομαστική - (ὅδε, οὗτος,τοῦτο κ.ά.) - σφεῖς (το θεωρητικά ασυναίρετο σφέες δεν απαντά)
Γενική οὗ - σφῶν (και σφέων και σφείων)
Δοτική οἷ, οἱ - σφίσι(ν) και σφί και σφιν
Αιτιατική - σφᾶς και σφέας και σφέα ή και σφε για ουδετερα
Κλητική - - -

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ο δυικός σφωίν-σφιν και σφωέ-σφέ ίσως αφορά το β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας, δηλαδή το σύ
  • χρησιμοποιείται εναλλακτικά στον πληθυντικό της αυτοπαθούς αντωνυμίας γ΄ προσώπου ἑαυτοῦ και ἑαυτῆς, δηλ. του αρσενικού και θηλυκού:
γενική: ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν
δοτική: ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς - σφίσιν αὐταῖς
αιτιατική: ἑαυτούς ή σφᾶς αὐτούς -σφᾶς αὐτάς