σφεῖς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
σφεῖς ( & δωρική φιν & αιολική ἄσφε, ἄσφι αιτ. και δοτ. πληθ.)
- προσωπική αντωνυμία, μόνον στον πληθυντικό που σημαίνει αυτοί, αυτών, σε αυτούς
- παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι ἑστᾶσι (: δίπλα σε καθένα από αυτούς..)
- φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη: ἢν γὰρ σφαλῇ, σφεῖς γε οὐδὲν ἄλλο ἢ δουλεύσουσι τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων (:λέγοντας ότι δεν πρέπει να μείνει παραμελημένη από αυτούς και να χαθεί η Ελλάδα, γιατί αν αυτή πέσει, σε αυτούς δεν μένει τίποτα άλλο παρά να γίνουν κι εκείνοι δούλοι από την πρώτη μέρα)
- αυτούς τους ίδιους, αυτοί οι ίδιοι
- Κερκυραῖοι σφῶν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς δοκοῦντας εἶναι ἐφόνευον (:οι Κερκυραίοι σκότωναν οι ίδιοι (με τα χέρια τους) όσους <συμπολίτες τους> θεωρούσαν εχθρούς)
Ονομαστική | - (ὅδε, οὗτος,τοῦτο κ.ά.) | - | σφεῖς (το θεωρητικά ασυναίρετο σφέες δεν απαντά) |
Γενική | οὗ | - | σφῶν (και σφέων και σφείων) |
Δοτική | οἷ, οἱ | - | σφίσι(ν) και σφί και σφιν |
Αιτιατική | ἕ | - | σφᾶς και σφέας και σφέα ή και σφε για ουδετερα |
Κλητική | - | - | - |
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο δυικός σφωίν-σφιν και σφωέ-σφέ ίσως αφορά το β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας, δηλαδή το σύ
- χρησιμοποιείται εναλλακτικά στον πληθυντικό της αυτοπαθούς αντωνυμίας γ΄ προσώπου ἑαυτοῦ και ἑαυτῆς, δηλ. του αρσενικού και θηλυκού:
- γενική: ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν
- δοτική: ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς - σφίσιν αὐταῖς
- αιτιατική: ἑαυτούς ή σφᾶς αὐτούς -σφᾶς αὐτάς