Μετάβαση στο περιεχόμενο

σφηνοειδής

Από Βικιλεξικό
σφηνοειδής γραφή από την αρχαία Αίγυπτο
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφηνοειδής η σφηνοειδής το σφηνοειδές
      γενική του σφηνοειδούς* της σφηνοειδούς του σφηνοειδούς
    αιτιατική τον σφηνοειδή τη σφηνοειδή το σφηνοειδές
     κλητική σφηνοειδή(ς) σφηνοειδής σφηνοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφηνοειδείς οι σφηνοειδείς τα σφηνοειδή
      γενική των σφηνοειδών των σφηνοειδών των σφηνοειδών
    αιτιατική τους σφηνοειδείς τις σφηνοειδείς τα σφηνοειδή
     κλητική σφηνοειδείς σφηνοειδείς σφηνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφηνοειδής < αρχαία ελληνική σφηνοειδής < σφήν + εἶδος

Επίθετο

[επεξεργασία]

σφηνοειδής

  1. που μοιάζει με σφήνα
  2. (για γραφή) που τα σύμβολά της αποτελούνται από σχήματα σαν σφήνες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]