σφιγκτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφιγκτήρας οι σφιγκτήρες
      γενική του σφιγκτήρα των σφιγκτήρων
    αιτιατική τον σφιγκτήρα τους σφιγκτήρες
     κλητική σφιγκτήρα σφιγκτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφιγκτήρας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφιγκτήρ από την αιτιατική ενικού «τὸν σφιγκτῆρα» < σφίγγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sfiŋˈkti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφι‐γκτή‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφιγκτήρας αρσενικό

  1. (ανατομία) συσταλτικός μυς που κλείνει το στόμιο κάποιας κοιλότητας
  2. εξάρτημα που σφίγγει κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]