σφονδύλιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Το φυτό Heracleum spondylium
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφονδύλιον τὰ σφονδύλι
      γενική τοῦ σφονδυλίου τῶν σφονδυλίων
      δοτική τῷ σφονδυλί τοῖς σφονδυλίοις
    αιτιατική τὸ σφονδύλιον τὰ σφονδύλι
     κλητική ! σφονδύλιον σφονδύλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφονδυλίω
γεν-δοτ τοῖν  σφονδυλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφονδύλιον < σφόνδυλος + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σφονδύλιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή) (& σφονδύλειον (ῡ) & σπονδύλιον)

  1. (φυτό) το φυτό Heracleum spondylium
    σφονδύλιον: φύλλα μὲν ἔχει κατὰ ποσὸν ἐοικότα πλατάνῳ πρὸς τὰ τοῦ πανάκους, καυλοὺς δὲ πηχυαίους ἢ καὶ μείζονας, ἐοικότας μαράθῳ, σπέρμα δὲ ἐπ' ἄκρῳ ὅμοιον σεσέλει, διπλοῦν, πλατύτερον δὲ καὶ λευκότερον καὶ ἀχυρωδέστερον, βαρύοσμον, ἄνθη λευκά, ῥίζαν λευκήν, ὁμοίαν ῥαφάνῳ· φύεται δὲ ἐν ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις χωρίοις. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐκκρίνει κατὰ κοιλίαν φλεγματῶδες· ἰᾶται δὲ πινόμενος ἡπατικούς, ἰκτερικούς, ὀρθοπνοϊκούς, ἐπιλημπτικούς, ὑστερικὴν πνίγα... (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περί ύλης ιατρικής, 3, 76, 1)
  2. σφοντύλι
    ὅτι τὸ σφονδύλιον ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου (Ὀνειροκρ. 264)

Πηγές[επεξεργασία]