σφονδύλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σφονδύλιον | τὰ | σφονδύλιᾰ |
γενική | τοῦ | σφονδυλίου | τῶν | σφονδυλίων |
δοτική | τῷ | σφονδυλίῳ | τοῖς | σφονδυλίοις |
αιτιατική | τὸ | σφονδύλιον | τὰ | σφονδύλιᾰ |
κλητική ὦ! | σφονδύλιον | σφονδύλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφονδυλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σφονδυλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφονδύλιον < σφόνδυλος + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφονδύλιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή) (& σφονδύλειον (ῡ) & σπονδύλιον)
- (φυτό) το φυτό Heracleum spondylium
- σφονδύλιον: φύλλα μὲν ἔχει κατὰ ποσὸν ἐοικότα πλατάνῳ πρὸς τὰ τοῦ πανάκους, καυλοὺς δὲ πηχυαίους ἢ καὶ μείζονας, ἐοικότας μαράθῳ, σπέρμα δὲ ἐπ' ἄκρῳ ὅμοιον σεσέλει, διπλοῦν, πλατύτερον δὲ καὶ λευκότερον καὶ ἀχυρωδέστερον, βαρύοσμον, ἄνθη λευκά, ῥίζαν λευκήν, ὁμοίαν ῥαφάνῳ· φύεται δὲ ἐν ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις χωρίοις. ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ποθεὶς ἐκκρίνει κατὰ κοιλίαν φλεγματῶδες· ἰᾶται δὲ πινόμενος ἡπατικούς, ἰκτερικούς, ὀρθοπνοϊκούς, ἐπιλημπτικούς, ὑστερικὴν πνίγα... (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περί ύλης ιατρικής, 3, 76, 1)
- σφοντύλι
- ὅτι τὸ σφονδύλιον ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου (Ὀνειροκρ. 264)
Πηγές[επεξεργασία]
- σφονδύλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)