σφυγμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σφυγμός | οι | σφυγμοί |
| γενική | του | σφυγμού | των | σφυγμών |
| αιτιατική | τον | σφυγμό | τους | σφυγμούς |
| κλητική | σφυγμέ | σφυγμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφυγμός < αρχαία ελληνική σφυγμός < σφύζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφυγμός αρσενικό