σφυρίχτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφυρίχτρα < σφυρίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφυρίχτρα θηλυκό
- η σφυρίχτρα του τρένου, η σφυρίχτρα του διαιτητή
σφυρίχτρα θηλυκό